Αχιλλέας Οικονόμου
Ψυχίατρος- Ψυχοθεραπευτής
Πρόεδρος Ένωσης Επαγγελματιών Ψυχιάτρων Ελλάδας
Η ποίηση ήταν πάντα μια πρόκληση για την ψυχιατρική. Είναι αναμφισβήτητο γεγονός, ότι η τέχνη, σε αρκετές περιπτώσεις, προηγείται των συμπερασμάτων της ψυχιατρικής επιστήμης. Αυτό φυσικά αδικεί την ψυχιατρική, καθώς ένα επιστημονικό συμπέρασμα για να διατυπωθεί και στη συνέχεια να δημοσιευτεί αποτελεί αποτέλεσμα μακροχρόνιων ερευνών στη βάση συγκεκριμένων αυστηρών κανόνων.
Η τέχνη, ως έκφραση συναισθημάτων και απόψεων ή ως αποτύπωση της πραγματικότητας ακόμα και σε συμβολικό επίπεδο δεν έχει ανάγκη καμία έρευνα. Η ποίηση είναι ίσως, λόγω της αμεσότητας και της αφαιρετικότητάς της, ο τομέας εκείνος της τέχνης που εκφράζει με τον πιο άμεσο τρόπο το συναίσθημα του δημιουργού της. Δεν είναι λοιπό τυχαίο, πως πολλά ποιήματα είναι σε θέση να περιγράψουν με σαφήνεια μια ψυχική διαταραχή, ακόμα και στην περίπτωση που ο δημιουργός δεν έχει την παραμικρή γνώση ψυχιατρικής.
Περισσότερο όμως και από τα ίδια τα έργα τους, η ζωή ορισμένων ποιητών παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οι περιπτώσεις ποιητών που εμφάνισαν κάποια ψυχιατρική διαταραχή σε παλαιότερα ιδίως χρόνια, όπου οι θεραπείες ήταν ανύπαρκτες, προκαλούν ενδιαφέρον αλλά και συγκίνηση. Ο Χικμέτ έγραψε πως «πιο πολύ και απ’ τους ανθρώπους τα τραγούδια τους αγάπησα». Μελετώντας όμως τη ζωή κάποιων από αυτούς τους ανθρώπους, στη συγκεκριμένη περίπτωση των ποιητών, ο στίχος του Τούρκου ποιητή μπορεί άνετα να αντιστραφεί.
Ο ΜίνωςΖώτος αποτελεί μια από τις τραγικότερες μορφές της Ελληνικής ποίησης. Γεννήθηκε το 1905 στο Νεοχώρι Μεσολογγίου. Τέλειωσε το σχολαρχείο στο Αιτωλικό και το Γυμνάσιο. Το 1922 εγγράφηκε στη Νομική σχολή των Αθηνών, την οποία όμως δεν τελείωσε ποτέ. Με τη συμβολή του Μεσολογγίτη ποιητή Μιλτιάδη Μαλακάση διορίστηκε ως βοηθός ταμία στο Δήμο Αθηναίων. Εκεί γνωρίζει την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, που την ερωτεύεται παράφορα. Ο ντροπαλός ποιητής εκφράζει το πάθος του για την ποιήτρια κυρίως μέσω της τέχνης του. Ο έρωτας όμως παραμένει ανεκπλήρωτος. Το ποίημά του «Ξεγέλασμα» αποτελεί ύμνο στον ανεκπλήρωτο έρωτα, αλλά και στην ελπίδα για το νέο που θα φέρει η ζωή στο μέλλον:
«…μα απόμεινα σαν το πουλί στην ξόβεργα που επίάστη
Κι είδα η ψυχή να σταματά σαν άτι που εξαφνιάστη
Μα ακόμα ωστόσο κι άπιαστη τον πόνο της να πνίγει
Έτοιμη πάλι να πιαστεί και πάλι να ξεφύγει.»
Ο θάνατος της ποιήτριας επηρεάζει βαθιά τον ποιητή, που πέφτει σε κατάθλιψη. Ο Γιώργος Κοτζιούλας σε άρθρο του αφιερωμένο στον Ζώτο την επομένη του θανάτου του αναφέρει ότι πάντα τον θυμόταν ευχάριστο και με καλή διάθεση. Γράφει χαρακτηριστικά:
«Είχε κέφι σχεδόν αδιάκοπο, μιλούσε και χαριτολογούσε ολωσδιόλου αβίαστα, κι’ όσο γι’ απαγγελία ποτέ δεν κουραζόταν να λέει ποιήματα, κουβέντιαζε μ’ ευκολία και χάρη, σωστός τεχνίτης του λόγου, κι’ ήταν ευχαρίστηση να τον ακούς, καθώς μάλιστα σπάνια θα τον έβλεπες ερεθισμένο.»
Ο χαμός της Πολυδούρη αλλάζει τη διάθεσή του. Ο ποιητής και αργότερα σκηνοθέτης Ορέστης Λάσκος, στο ποίημά του «Μπάγκειον» που αναφέρεται στους καλλιτέχνες θαμώνες του γνωστού καφενείου περιγράφει τον Ζώτο ως εξής:
«Ο Ζώτος, ο άρρωστος ποιητής με τη θλιμμένη φάτσα,
κάποιο τραγούδι σιγανά απαγγέλλει με λυγμούς.»
Την κατάθλιψη ακολούθησε η φυματίωση, με αποτέλεσμα ο ποιητής να φύγει από την Αθήνα και να στήσει ένα αντίσκηνο στο δάσος κοντά στο χωριό που γεννήθηκε. Οι καλόγεροι ενός κοντινού μοναστηριού τον έδιωξαν και έτσι το 1932 πέθανε μόνος και πάμφτωχος στο χωριό του.
Ο αείμνηστος Θάνος Μικρούτσικος θα έλεγε για τον ΜίνωΖώτο ότι ανήκει σε μια κατηγορία ποιητών που ο ίδιος ονόμαζε «ελάσσονες». Ίσως να είχε δίκιο. Εμείς ως ψυχίατροι πάντως, μπορούμε να κρατήσουμε μια «μείζονα» περιγραφή του ίδιου του Ζώτου για την ψυχική του κατάσταση, που αποτελεί κορυφαία εσωτερική απεικόνιση του καταθλιπτικού συναισθήματος στο χώρο της νεοελληνικής ποίησης:
«Όχι, όχι! Η μοίρα διάφορη δεν ήτανε για μένα
Την παννυχίδα ο κάματος διαδέχεται και η θλίψη.
Τέλος απόνα φέρετρο μας πέφτει στον καθένα,
Μόνο που εμένα είν’ έτοιμο και νέον θα με καλύψει…»