Βιοϊατρική Έρευνα: Μαθήματα από την Κρίση της Περασμένης Δεκαετίας στις Μικρές Χώρες που Επλήγησαν από την Λιτότητα για την Εποχή της Τωρινής Πανδημίας
Γεώργιος Π. Χρούσος1,2,, Αλέξιος-Φώτιος Α. Μεντής2, Ευθύμιος Δαρδιώτης3
1 Ομότιμος Καθηγητής Παιδιατρικής και Ενδοκρινολογίας Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ
2 Ερευνητικό ΠανεπιστημιακόΙνστιτούτο Υγείας Μητέρας, Παιδιού και Ιατρικής Ακριβείας και Έδρα UNESCO στην Εφηβική Υγεία και Ιατρική, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
3 Εργαστήριο Νευρογενετικής, Νευρολογική Κλινική Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Λάρισα
“Biomedical research: lessons from the last decade’s crisis and austerity-stricken small countries for the current COVID-19-related crisis”,
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Nature Medicine” Published: 17 April 2020
https://doi.org/10.1038/s41591-020-0859-7
Πολλές μικρές, υψηλού εισοδήματος ανεπτυγμένες χώρες, πλήττονται εδώ και δέκα και παραπάνω χρόνια από την οικονομική κρίση και τα συνοδευτικά μέτρα λιτότητας. Στην Ελλάδα, την Ισπανία, την Πορτογαλία, αλλά και άλλες χώρες, η έλλειψη χρηματοδότησης εμπόδισε σημαντικά την απόδοση ιδιαίτερα δαπανηρών βιοϊατρικών ερευνών. Πράγματι, αυτό το πεδίο «χτυπήθηκε» επειδή η κρίση έλαβε χώρα ενώ υπήρχε, την ίδια περίοδο, μια έκρηξη δαπανηρών μεθόδων για τη μελέτη βιολογικών μονοπατιών, ιατρικής ακριβείας, επιστήμης μεγάλων δεδομένων, υπερ-αναλυτικής απεικόνισης, ρομποτικής, και πειραματικών τεχνολογιών υψηλών αποδόσεων.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν πολλά μακροπρόθεσμα προγράμματα που υποστηρίζουν την έρευνα σε κράτη με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα, στα οποία δεν μπορούν να συμμετάσχουν οι παραπάνω χώρες. Για παράδειγμα, αυτές οι χώρες θα μπορούσαν να επωφεληθούν από τα προγράμματα Research4Life, AGORA, Hinari, OARE, ARDI και GOALI, ή θα μπορούσαν να έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν απαλλαγή για πλήρη δίδακτρα για τους μεταπτυχιακούς φοιτητές τους σε κορυφαία ξένα ακαδημαϊκά ιδρύματα. Τα κράτη με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα φυσικά αντιμετωπίζουν δικές τους συστημικές δυσκολίες, και τέτοια προγράμματα είναι απολύτως απαραίτητα για τη στήριξή τους. Αντίθετα, όταν οι μικρές, υψηλού εισοδήματος ανεπτυγμένες χώρες πλήττονται από μειώσεις του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος τους, δεν δύνανται να επωφεληθούν από τις αναπτυξιακές πολιτικές και τα προγράμματα αποκατάστασης που διατίθενται στις αναπτυσσόμενες χώρες. Ως εκ τούτου, θα μπορούσαν να περιγραφούν ως «πλούσιες χώρες με φτωχούς ερευνητικούς πόρους».
Πρέπει οι «πλούσιες χώρες με φτωχούς οικονομικούς πόρους» να ενισχύουν την εξωσχολική έρευνα ως πράξη αλληλεγγύης και «επιστημονικής διπλωματίας», ή, αντίθετα, να θεωρηθούν μία «χαμένη υπόθεση»; Χρησιμοποιώντας τη χώρα μας, την Ελλάδα, για παράδειγμα, υποστηρίζουμε μια τρίτη εναλλακτική λύση, την οποία πολλές άλλες χώρες σε όλο τον κόσμο θα έβρισκαν σημαντική από τώρα και στο εξής: να αναζητήσουμε τοπικά «ελκυστικούς ερευνητικούς πόρους» και «κρυμμένα μαργαριτάρια» προστιθέμενης αξίας στην παγκόσμια βιοϊατρική έρευνα. Αυτή η έννοια γίνεται πιο σημαντική κατά τα μετά τη λιτότητα χρόνια, δεδομένης της κατάστασης της Ελλάδας ως μέρος ενός ευρύτερου «χάσματος πολιτικής». Το τελευταίο αφορά στο ότι ενώ υπάρχει ένας μηχανισμός χρηματοδότησης των ερευνών για τις χώρες μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος, δεν υπάρχει αντίστοιχος κατάλληλος μηχανισμός για τις πλούσιες χώρες με φτωχούς ερευνητικούς πόρους. Μια τέτοια υποστήριξη θα ήταν ιδιαίτερα σημαντική για την Ελλάδα και πολλές άλλες εξίσου «απροετοίμαστες» ή όχι καλά προετοιμασμένες χώρες, όχι μόνο ως συνέπεια της πρόσφατης περιόδου λιτότητας, αλλά και από μια άλλη οικονομική κατάρρευση, που θα μπορούσε να ακολουθήσει την τρέχουσα πανδημία COVID-19. Η δε πανδημία αυτή καθ’ αυτή πιθανώς θα επιβάλει να μετατοπίζεται ο δημοσιονομικός προϋπολογισμός από την έρευνα, (που συχνά θεωρείται πολυτέλεια κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας, εκτός εάν σχετίζεται με επιδημία), στον τομέα της υγείας.
Επομένως, η ανάπτυξη επιστημονικών συνεργασιών, στις οποίες οι φτωχές σε πόρους χώρες θα μπορούσαν να έχουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα (π.χ., με βάση τους επιστήμονες και τις ερευνητικές τους θέσεις), το οποίο θα οδηγούσε δυνητικά και σταδιακά, πλην όμως σταθερά, σε επιστημονικές ανακαλύψεις. Αυτή η έννοια θα μπορούσε να ενισχύσει την «επιστημονική δικαιοσύνη» στην παγκόσμια ερευνητική ατζέντα. Ιδιαίτερα υπό το πρίσμα των πρόσφατων δράσεων σε άλλες πολιτικές που περιλαμβάνουν πολυμορφία (π.χ. ισότητα των φύλων), οι εκδότες περιοδικών υψηλού επιπέδου, συμπεριλαμβανομένων των διεπιστημονικών, θα πρέπει να ενθαρρυνθούν να αναπτύξουν δείκτες ποικιλομορφίας της εκάστοτε χώρας, καθώς η σημασία των βιβλιομετρικών δεικτών δεν μπορεί παρά να ληφθεί υπόψιν.
Τέλος, οι νέοι επιστήμονες θα μπορούσαν να συμμετάσχουν σε προγράμματα ανταλλαγών μεταξύ χωρών που είναι πλούσιες σε επιστημονικούς πόρους και εκείνων που είναι φτωχές, ιδίως στο πλαίσιο των προσπαθειών του «brain regain», δηλαδή της παλινόστησης στη χώρα επιστημόνων που είχαν μεταναστεύσει για επαγγελματικούς λόγους. Για παράδειγμα, η λεγόμενη «Διακήρυξη του Ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ 2017» στην Ελλάδα υπογράφηκε από σημαντικούς επιστήμονες της Ελλάδας και της διασποράς της για να υποστηρίξει πολιτικές παρεμβάσεις για «brain regain». Να κληθούν οι νέοι επιστήμονες, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους, να επιστρέψουν σε καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας στις χώρες καταγωγής τους, κάτι που θα τους επέτρεπε να μεταφέρουν τις γνώσεις και δεξιότητες που απόκτησαν στο εξωτερικό σε νέους, εγχώριους ερευνητικούς κόμβους.